- τροπή
- η, ΝΜΑ1. αλλαγή κατεύθυνσης, γύρισμα, καμπή2. μεταβολή, μετατροπή, τροποποίηση3. ηλιοστάσιο4. μεταστροφή, αλλαγήνεοελλ.1. γραμμ. μεταβολή ενός φθόγγου σε άλλον («τροπή τού α σε η»)2. μαθημ. μετατροπή μιας μετρικής μονάδας σε άλλην («τροπή δεκαδικού σε κλάσμα»)3. ανταλλαγήαρχ.1. αλλοίωση τής ποιότητας ή τής ουσίας («αἱ τοῡ αίματος τροπαὶ καὶ αλλοιώσεις», Τίμ.)2. (σχετικά με εχθρό) απόκρουση, κατατρόπωση, κατανίκηση («βοηθήσας καὶ τροπὴν ποιήσας τών πολεμίων», Ηρόδ.)3. (στη φιλοσ. τού Δημοκρ.) θέση4. είδος νομίσματος5. στον πληθ. αἱ τροπαία) το χειμερινό ηλιοστάσιο («ἐν τῷ αὐτῷ χειμῶνι... ἑπτὰ καὶ εἴκοσι νῆες ἄρασαι ἔπλεον... περὶ ἡλίου τροπάς», Θουκ.)β) (για άλλα ουράνια σώματα) αλλαγή θέσης στον ουράνιο θόλο (α. «περί Πλειάδος δύσιν καὶ τροπάς», Αριστοτ.β. «ἄστρων ἐπιτολάς, δύσεις, τροπάς», Άλεξ.)γ) οι μεταβαλλόμενοι άνεμοι, τροπαῑαι*5. φρ. α) «τροπαὶ περὶ τὸν ἀέρα» — μεταβολή τής ατμοσφαιρικής κατάστασηςβ) (στον Όμ.) «τροπαὶ ἠελίοιο»(κατά τον Θεοτ.) η δύσηγ) «τροπαὶ λέξεως»(ρητ.) η μεταβολή τής υφής τού λόγου με τη χρησιμοποίηση λεκτικών τρόπων και σχημάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ- τής ρίζας τού ρ. τρέπω (βλ. λ. τρέπω)].
Dictionary of Greek. 2013.